γλυκανοίγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκανοίγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκανοίγω Ἤπ. - Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 78,176.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀνοίγω.

Σημασιολογία

Ἀνοίγω μετὰ γλυκύτητος, ἁπαλότητος, νωχελείας ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Σηκώθ᾿ ἡ κόρη τὸ ταχύ, τὰ μάτιˬα γλυκανοίγει Ἤπ. || Ποίημ. Ὁ μαῦρος κόσμος γίνεται τριαντάφυλλο τ᾿ Ἀπρίλη μὲ σφραγισμένα ἀκόμα χείλη, ποὺ μ᾿ ἕνα ἀλαφροστάλαγμα καὶ πρὶν ἡ αὑγούλα φύγῃ ἡ θεία δροσιˬὰ τὸ γλυκανοίγει Κ. Παλαμ. ἔνθ᾿ ἀν., 176.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/