γλυκάντσιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκάντσιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκάντσιν τό, ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) γλυκάντζιν Πόντ. (Οἰν.) γλυκάντσι Πόντ. (Κοτύωρ.) γλυκάντσ᾿ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) γλυκάντι Πόντ. (Ἀμισ.) γλυκάντ᾿ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γλυκάντζι Πόντ. (Οἰν.) ἀγλυκάντσι Πόντ. (Ἀμισ.) Θηλ. γλυκάντσα Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλυκάντιν, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκαντός, διὰ τὸ ὁπ. βλ. τὸ Ἑλληνιστ. παράγ. γλυκαντικὸς καὶ τὸ νεώτ. σύνθ. ἀγλύκαντος.

Σημασιολογία

1) Ἐλαφρῶς γλυκύ, ὑπόγλυκυ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. κ.ἀ.) Συνών. γλυκούτσικος. 2) Πολύ γλυκὺ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀτὸ τὸ φαγὶ πολλὰ ἀγλυκάντσι ἔνι Ἀμισ. Τὸ κολογκύθ᾿ γλυκάντ᾿ ἔν᾿ Ὄφ. 3) Ὡς οὐσ., φυτὸν τοῦ ὁποίου ὁ ἐδώδιμος βλαστὸς ἔχει ὑπογλυκάζουσαν γεῦσιν Πόντ. (Χαλδ.) 4) Πυῶδες ἐξάνθημα τοῦ προσώπου καὶ τῆς κεφαλῆς τῶν νηπίων τὸ γνωστὸν εἰς τὴν ἐπιστήμην μὲ τὸ ὄνομα «μολυσματικὸν κηρίον» Πόντ. (Κοτύωρ.) Συνών. γλυκήτρ γλυκε͜ιὰ (βλ. λ. γλυκός Β5), σάγουρο, σαγρί, σάγριο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/