γυναικέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυναικέα ἡ, Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλα. - έα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 240, 246.

Σημασιολογία

1) Ὀσμὴ γυναικός, ὀσμὴ προδίδουσα τὴν παρουσία γυναικός : Γυναικέαν μυρίζει. Συνών. γυναικίλα. 2) Ἡ οἰκοκυροσύνη, ἡ φιλοκαλία τῆς γυναικός : Ἔμορφο σπίτι! Ἐμὲν ἐμπαίνεις ἀπέσου, θωρεῖς τὴ νοικοκυροσύνη, γυναικέες μυρίζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/