γυναικεῖα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικεῖα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γυναικεῖα ἐπίρρ. Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Ἤπ. (Μαργαρ.) Πελοπν. (Αἰγιαλ. Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Παππούλ. κ.ἀ.) υναικεῖα Πελοπν. (Μάν. Οἴτυλ.) γυνικεῖα Θεσσ. (Τρίκερ.) γυναιτσεῖα Ἀστυπ. γυναίκε͜ια Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Γαργαλ. Πάτρ. Φεν.) Ρόδ. Σύμ. - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. ᾿ναίκε͜ια Σάμ. γυναίτσα Ἄνδρ. γεναίτε͜ια Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) γεναίτσα Σκῦρ. ἀ᾿ναίκε͜ια Μακεδ. (Νέο Σούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυναικεῖος. Ἡ λ. Βυζαντ. ὡς μαρτυρεῖ τὸ εἰς Μαχαιρ. 1,444 (ἔκδ. R. Dawkins) «καὶ ἔκατζεν (ἡ ρήγαινα) ἀπάνω τῆς θαυμαστῆς μούλας γυναικεῖα». Ὁ τύπ. γυναίκε͜ια, τοῦ ὁπ. ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου κατὰ τὸ ἀντρίκε͜ια, καὶ εἰς Σομ. Διὰ τὸν τύπ. τὰ γ᾿ναίκε͜ια πβ. τἀ ἀνάλογα τ᾿ ἀνάποδα, τ᾿ ἀνάσκελα, τ᾿ ἀπάνω κ.ἄ.

Σημασιολογία

Κατὰ τρόπον γυναικεῖον, καθὼς συνηθίζεται ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν. : Καβαλλάου γυναίκε͜ια Πελοπν. (Αἴγ.) Ἐντύθηκε γυναίκε͜ια Πελοπν. (Κόρινθ.) Γιˬὰ θώρει τον, ἄνdρας ταὶ καλ-λιτεύτει γεναίτε͜ια Κῶς. Σὺ πού ᾿σαι ἄνdρας ᾿ὲμ-πρέπει νὰ καλ-λικᾷς γεναίτε͜ια Κῶς (Καρδάμ.) Οἱ γεναῖτσες καβα᾿τσεύ᾿νε γεναίτσα τσ᾿ οἱ ἄντρες ἀντρίτσα Σκῦρ. Οἱ καβαλλαραῖοι ἀνdρίκε͜ια γιˬὰ ᾿ναίκε͜ια γιˬὰ πανουσάμαρα εἶνι, σαλαγᾶνι τοῦ ζῶ τ᾿ς Σάμ. Καβα᾿κεύου τὰ ᾿ναίκε͜ια Θεσσ. (Δομοκ.) Οὑ Γιˬῶργους ἔκατι ἀ᾿ναίκειˬα ἀπάν᾿ ᾿ς τοὺ γαδούρ᾿ Μακεδ. (Νέο Σουλ.) || ᾎσμ. Γυναίκε͜ια πάει καὶ ντύνεται, γυναίκε͜ια πάει κιˬ ἀλλάζει, γυναίκε͜ια πάει ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬά, γυναίκε͜ια χαιρετάει, γυναίκε͜ια παίρνει ἀντίδωρο ᾿πὸ τοῦ παππᾶ τὸ χέρι Κέρκ. Γυναίκε͜ια βάλ-λdει τὸμ-μαλ-λdί, γυναίκε͜ια τὸμ-μανdήλι Ρόδ. Γυναίτσα πάει ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬά, γυναίτσα προσκυνάει Ἄνδρ. Συνών. γυναικᾶτα, γυναικήσιˬα, γυναικίστικα, γυναικίτικα. Ἀντίθ. ἀντρίκε͜ια, ἀντρίστικα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/