γλυκατζούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκατζούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκατζούρα ἡ, Βιθυν. (Κατιρλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) γλυκαντσούρα Κωνπλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλυκατζῆς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούρα.

Σημασιολογία

1) Ὑπερβολική γλυκύτης ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔκαμε τὸ σερμπέτι γλυκαντσούρα καὶ δὲν πίνεται (σερμπέτι = παχύρρευστον γλυκόν, π.χ. πετιμέζι κ.τ.τ.) Κωνπλ. Σάλτι γλυκατζούρα εἶναι τὸ κυδωνᾶτο· λιγώνεται κανεὶς γιὰ νὰ τὰ τρώῃ (σάλτι = ὁλωσδιόλου) Κατιρλ. 2) Τὸ ἐλαφρῶς γλυκίζον ἔδεσμα Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/