γλυκαυγὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαυγὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκαυγὴ ἡ, Μ. Τσιριμῶκ., Δεκάστ., 17.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. αὐγή.

Σημασιολογία

Ἠπία, οἱονεὶ γλυκεῖα αὐγή: Ποίημ. Ἕνας νιˬὸς μιˬὰ γλυκαυγή, | μιˬὰν αὐγὴ τριανταφυλλιˬὰ εἶχε βγεῖ, μονάχος βγεῖ | ᾿ς τὸ κυνήγι γιˬὰ πουλλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/