γυναικοβρόχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοβρόχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικοβρόχι τό, Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Ἀχεντρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -βρόχι.

Σημασιολογία

Πλῆθος, συρροὴ γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἤτανε μαζωμένο μεγάλο γυναικοβρόχι ᾿ς τσῆ νύφης τὸ σπίτι Ἅγιος Γεώργ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικαρε͜ιὸ 2 καὶ γυναικοβόλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/