γλυκίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκίδι τό, Μ. Στεφανίδ., Λαογρ. 9 (1926), 446 γλυκίδι Κάσ. γλυτσίδι Κάρπ. Μεγίστ. γλυκίγι Πελοπν. (Λακων.) – Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνομ. φυτ., 3
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) Εἶδος ὀσπρίου ὁμοίου πρὸς μικρὸν μπιζέλι, ἐκ τοῦ ὁποίου παρασκευάζεται εὕγευστος καὶ σχεδὸν γλυκεῖα φάβα Κάρπ. Κάσ.: Τὸχ-χειμῶνα ἐσπέρασιν... γλυτσίδια, ἀρακά, κουτσιˬὰ (ἐκ παραμυθ.) Κάρπ. || ᾎσμ. Ρόβιˬα, γλυτσίδιˬα ᾿λέθαμε, λαθούριˬα τσ᾿ ἀρακάες, κατσὲς ἡμέρες εἴχαμε τὶς μιαλοβδομάες αὐτόθ. 2) Γλυκάδι 2, τὸ ὁπ. βλ., Μεγίστ. 3) Τὸ φυτὸν Κληματὶς ἡ φλογερὰ (Clematis flammula) τὴς οίκογ. τῶν Βατραχιιδῶν (Ranunculaceae), κατ᾿ εὐφημισμὸν, ὡς καυστικὴ Πελοπν. (Λάκων) Μ. Στεφανίδ., ἔνθ᾿ ἀν. Χελδρ. Μηλιαρ., ἔνθ᾿ ἀν Συνών. ἀγράμπελη, ἀγριοχελιδρονιˬά, ἀμπελϊνα, κληματσίδα, μάης, χελιδρονιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA