γυναικογιˬορτὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικογιˬορτὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυναικογιορτὴ ἡ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ γιˬορτή.
Σημασιολογία
Ἑορτὴ ἀφορῶσα κατ᾿ ἐξοχὴν εἰς τὰς γυναῖκας, ἡ ἑορτὴ τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, κοινῶς τοῦ Κλήδονα (24 Ἰουνίου): Ὁ νοῦς τῶν γυναικῶν, μαθὲς γυναικογιˬορτὴ, ἤτανε ᾿ς τὰ ριζικάριˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA