γλυκίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκίτσα ἡ, Χίος (Μάρμαρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θηλ γλυκε͜ιά, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γλυκός, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
Ἡ δερματικὴ ἀσθένεια Ἕρπης ὁ ἐπιχείλιος ᾎσμ. Ἀφέντης μας ὁ βασιλὲς καλεσματάκιν εἶχε. Ὅλ-λον τὸν κόσμον τὸν καλ-λεῖ κι ὅλ-λην τὴν οἰκουμένη καὶ τὴ γλυκίτσα δὲν καλ-λεῖ, γιˬατὶ τσιλ-λᾷ, γιˬατὶ βρωμεῖ, γιˬατὶ τὸν κόσμον ἀνοστεῖ (ἐξ ἐπῳδ.) Συνών. μπούζιˬασμα, ξέχυσμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA