γυναικοθέμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοθέμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικοθέμι τό, Ἰκαρ. Ἰων. (Βουρλ.) Κεφαλλ. Προπ. (Μαρμαρ.) Σῦρ. ᾿υναικοθέμι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεναικοθέμι Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -θέμι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,457 κἑξ. καὶ Ἀκαδ. Ἀναγν. 3,305.
Σημασιολογία
Πλῆθος γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Ὤ ᾿υναικοθέμι! Καλέ, πότ᾿ ἐμαζώχτησα! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿Σ τ᾿ν ἐκκλησιˬὰ ὅλο γεναικοθέμι ἔτανε Σκῦρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικαρε͜ιὸ 2 καὶ γυναικοβόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA