γλυκοανατέλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοανατέλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοανατέλλω Σ. Μαρτζώκ., Ποιήμ., 118.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀνατέλλω.

Σημασιολογία

Ἀνατέλλω ἠπίως, ἠρέμως, κατὰ τρόπον ὁ ὁποῖος προκαλεῖ γλυκύτητα, τέρψιν: Ποίημ. Ὅπου τὸ χάραμα γλυκοανατέλλει, θέλω νὰ βρίσκουμαι καὶ νὰ θωρῶ τὸν ἥλιˬο ποὺ ἔξαφνα πρῶτα θὰ στέλλῃ σ᾿ ἐμὲ τὴ λάμψη του κ᾿ ὕστερα ἐδῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/