γυναικοθήκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοθήκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικοθήκι τό, Ἤπ. (Πωγών.) ᾿νικουθήτσ᾿ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -θήκι, διὰ τὴν ὁπ. βλ. ἀβγοθήκι. Πβ. Γ. Χατζιδ., Ἀκαδ. Ἀναγν. 31,30.
Σημασιολογία
Πλῆθος γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿νικουθήτσ᾿ πλιˬά, μὴ dὰ ρουτοῦτι! Λέσβ. Συνών βλ. εἰς λ. γυναικαρε͜ιὸ 2 καὶ γυναικοβόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA