γυναικοκαβγᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοκαβγᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικοκαβγᾶς ὁ, κοιν. γυνικουκαβγᾶς Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) ᾿νικουκαβγᾶς Θεσσ. (Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Λέσβ. Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Τρικοκκ. Τριφύλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. κ.ἀ.) γεναικοκαβγᾶς Κῶς κ.ἀ. γεναικοκαβκᾶς Κύπρ. ᾿υναικοκαβγᾶς Κἀσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ καβγᾶς.
Σημασιολογία
Ἡ φιλονικία, οἱ διαπληκτισμοὶ μεταξὺ γυναικῶν κοιν.: Χτὲς βράδυ ᾿ς τὴ γειτονιˬά μας ἔστησαν ἕνα γυναικοκαβγᾶ καὶ ξεκούφαναν τὸν κόσμο ἀπὸ τὶς φωνές τους κοιν. Μαζωχτήκανε οἱ δυˬὸ νυφάδες της κιˬ ἀρχινήσανε τσοὺ γυναικοκαβγᾶδες Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὰ εἶσαι αχημένος σὲ ᾿υναικοκαβγᾶ; Μιˬὰ βοὰ ἤαχα καὶ τὰ χρειάστηκα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γί᾿κι τότις ἰκεῖ ᾿ς τ᾿ ἁλών᾿ ἕνας γυνικουκαβγᾶς π᾿ χάλασ᾿ οὑ κόσμους Ἤπ. (Κουκούλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA