γλυκοασπάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοασπάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοασπάζομαι Θρᾴκ. (Ἀρμενοχ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀσπάζομαι.

Σημασιολογία

Ἀσπάζομαι μὲ τρυφερότητα, γλυκύτητα: ᾎσμ. Ἄχ, μητέρα μ᾿, δὲ θὰ ζήσω πιˬά, φέρτε μου τὸν ἐραστή μου νὰ τὸν γλυκοασπασθῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/