γυναικοκουβέντα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοκουβέντα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυναικοκουβέντα ἡ, σύνηθ. γυνικουκουβέντα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γυναικοκουβέdα Μῆλ. ᾿υναικοκουβέdα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿υναικοκουβέdα Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ κουβέντα.

Σημασιολογία

Κατὰ πληθ., λόγοι ἀνάξιοι προσοχῆς, μικρολογίαι σύνηθ.: Μίλα σοβαρὰ κιˬ ἄσ᾿ τὶς γυναικοκουβέντες σύνηθ. Πίστεψε τσὶ γυναικοκουβέντες καὶ τά ᾿βαλε μὲ τὸν ἀδρεφό του (τὰ ᾿βαλε= διεκπληκτίσθη) Πελοπν. (Γαργαλ.) Εὐτὰ εἶναι ᾿υναικοκουβέdες· οἱ ᾿υναῖκες τὰ πάθου gαὶ τὰ λένε Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/