γυναικόκρασο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικόκρασο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικόκρασο τό, Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ὀλυμπ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ κρασί.

Σημασιολογία

Ὁ γλυκὺς καὶ οἶνος, ὁ κατάλληλος διὰ γυναῖκας ἔνθ᾿ ἀν.: Ἤπιˬα ᾿ποκεῖνο τὸ γυναικόκρασο τσῆ Θοδωράκαινας κ᾿ ἐγίνηκα σκνῖπα (= ἐμέθυσα) Πελοπν. (Γαργαλ.) Πβ. γυναικεῖο κρασὶ εἰς λ. γυναικεῖος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/