γυναικοκρατία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοκρατία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυναικοκρατία ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γυναικοκρατία.
Σημασιολογία
1) Τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον αἱ γυναῖκες κατέχουν κυριάρχον θέσιν ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἡ ἐπικράτησις τοῦ γυναικείου φύλου διὰ τῶν θελγήτρων του ἢ τῆς πνευματικῆς ὑπεροχῆς αὐτοῦ εἴς τινα δρᾶσιν ἢ κύκλον ἕνθ᾿ ἀν. 3) Παικτικῶς, ἡ ὑπὸ τῶν γυναικῶν κατατυράννησις τοῦ ἀνδρικοῦ φύλου Μ. Ἐγκυκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA