γυναικολογία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικολογία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυναικολογία ἡ, (Ι) Πόντ. (Τραπ.) γυναικολοΐα Πόντ. (Οἰν. Τραπ.).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναικολόγι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀρχοντολόγι-ἀρχοντολογία.
Σημασιολογία
Πλῆθος γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικαρε͜ιὸ 2 καὶ γυναικοβόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA