γλυκοβρέχω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοβρέχω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοβρέχω Γ. Ψυχάρ., ᾿Σ τὸν ἴσκιο, 197.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. βρέχω.
Σημασιολογία
Βλέπω κατὰ τρόπον ἤπιον, εὐχάριστον, γλυκύν: Φωτίζει μὲ φῶς καινούριˬο τὴ γραφή του καὶ μᾶς γλυκοβρέχει τὴν ψυχή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA