γυναικολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυναικολογῶ Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἑκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λογῶ, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22(1910), 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Συζητῶ περὶ γυναικῶν ἤ περὶ πραγμάτων ἀφορώντων εἰς τὰς γυναῖκας: Οὕλη μέρα καθίζει ᾿ς τὸ σπίτι καὶ γυναικολογᾶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/