γλυκογαλατιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκογαλατιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκογαλατιˬάζω Ἤπ. (Μαργαρ. κ.ἀ.) Κέρκ.- Λεξ. Βλαστ. 393.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. γαλατιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν, προσκολλῶμαι εἰς τὸν μητρικὸν μαστὸν καὶ θηλάζω ἀπλήστως ἔνθ᾿ ἀν 2) Ἐπὶ τῶν θηλαζόντων ζῴων, ἐθίζομαι εἰς τὸ μητρικὸν γάλα καὶ ἀποφεὐγω ἄλλην τροφὴν Ἤπ. (Μαργαρ.): Βγῆκαν τ᾿ ἀρνιὰ ᾿πὸ τὸν τσάρκο καὶ βρήκανε τσὶ μαννάδες τους καὶ γλυκο γαλατιˬάσανε. β) Ἐπὶ ἀνθρώπων, συνηθίζω εἰς ἐκλεκτὰ ἐδέσματα καὶ ἀποφεύγω τὰ λοιπὰ Ἤπ. (Μαργαρ.): Γλυκογαλάτιˬασε ἡ τσούπα μας μὲ τὰ καλούδιˬα τσῆ θε͜ιᾶς της καὶ δὲν τρώει φαΐ ντίπου (= καθόλου). Συνών. γλυκοστομιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA