γυναικοπάζαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοπάζαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικοπάζαρο τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ παζάρι.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀγορά, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκτίθενται πρὸς πώλησιν κατασκευάσματα γυναικείας ἐργασίας Κύπρ. 2) Αἱ κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ κατὰ τὰς ἑορτάς, χάριν ἀναψυχῆς, συγκεντρώσεις τῶν νεανίδων εἰς τὰς κεντρικὰς πλατείας καὶ ὁδοὺς τῆς πόλεως, ὅπου συναντῶνται μετὰ τῶν νέων καὶ δημιουργοῦν σχέσεις ἐνιαχ. Συνών. νυφοπάζαρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA