γυναικοπίστευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοπίστευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυναικοπίστευτος ὁ, ἐνιαχ. γεναικοπίστευτος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τοῦ ρηματ. ἐπιθ. πιστευτός.

Σημασιολογία

Ὁ δίδων πίστιν εἰς τοὺς λόγους τῶν γυναικῶν. Πβ. γυναικόπιστος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/