γυναικόπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικόπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικόπιστος ὁ, Πόντ. (Τραπ. Οἰν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ πίστη.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ χαίρων ἐμπιστοσύνης, ὡς πιστεύεται ὅτι δὲν χαίρουν αἱ γυναῖκες ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀμὰν ἀτὸς πάλι! γυναικόπιστος ἄνθρωπος! τσέμου λογαριˬάζει ἀτόνα; (Ὤχ κι᾿ αὐτός! γυναικόπιστος ἄνθρωπος! ποιὸς τὸν λογαριάζει;) Οἰν. 2) Ὁ παραβλέπων τὰ ἐλαττώματα τῆς συζύγου του ἐκ τῆς ὑπερβολικῆς πρὸς αὐτὸν ἀφοσιώσεώς της Πόντ. Συνών. γυναικοπίστευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA