γυναικόπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικόπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικόπουλο τό, ἐνιαχ. γυναικόπ᾿λο Βιθυν. (Κίος) ᾿ναικόπουλου Καππ. (Ἀξ.) ᾿νικόπουλο Καππ. (Ἀξ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο.

Σημασιολογία

1) Ἡ σύζυγος, θωπευτικῶς Καππ. (Ἀξ.) : Τὸ ᾿νικόπουλο μ᾿. Πβ. γυναικάκι 2β, γυναικίτσα, γυναικούλα 4. 2) Ἡ γραῖα γυνή, ὡς σμικρυνθεῖσα ἐκ τοῦ γήρατος Βιθυν. (Κίος). Πβ. ἀνθρωπόπουλο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἀνθρωπόπουλλο 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/