γύναικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύναικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γύναικος ὁ, πολλαχ. γέναικος Κύπρ. (Μένοικ. Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) γέναιτσος Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ., 2, 96 ᾿ναίκους Λέσβ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γυναῖκα. Διὰ τὸν ἀναβιβασμόν τοῦ τόνου πρὸς δήλωσιν τοῦ μεγεθ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,99 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ὑψηλόσωμος γυνὴ ἔνθ᾿ ἀν.: Εἶντα γέναικος! Κυπρ. Μωρέ, τί γύναικος εἶναι ἡ Φροσύνη Ἀθῆν. Συνών. γυναικάρα. 2) Ἡ κακῆς διαγωγῆς γυνή, τὸ γύναιον Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., ἔνθ’ ἀν.: Ὁ γέναικος, υἱέ μου, πολλὰ , μπορεῖ νὰ κάμῃ Κύπρ. || Παροιμ. Ὁ γέναικος ἔμ πόιν τοῦ θκιˬαόλου || Ποίημ. Εἶδες, παππᾶ-Γιˬωρκή, κακὸν οἱ γέναιτοι ποὺ κάμαν; ἐκόψαν τ᾿ ἐκουντούρεψαν τέλε͜ια πκιˬὸν τὰ μαλλιˬά τους Δ. Λιπέρτ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. πούτανος, ρούφιˬανος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/