γλυκογιˬασεμὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκογιˬασεμὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκογιˬασεμὶ τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. γιˬασεμί.
Σημασιολογία
Ὁ οἱονεὶ γλυκεῖαν, εὐχάριστον ὀσμὴν ἀποδίδων ἴασμος: ᾎσμ. Ἀλλάργου εἶν᾿ τὸ ρόδο μου, τὸ γλυκογιˬασεμί μου. μιˬά δίμουρη μοῦ τό ᾿κλεψε, πόσο πονεῖ ἡ ψυχή μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA