δαρτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαρτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαρτίζω Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Κούρεντ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Ἀγυρᾶδ. Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ. Ραχτ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάρτης διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίζω.

Σημασιολογία

1) Δέρνω Μαθράκ. Ὀθων.: Τό ᾿πιˬακε τὸ παιδὶ καὶ τὸ δάρτισε ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ραβδίζω, κτυπῶ διὰ τοῦ δάρτου τοὺς στάχυς θερισμένου σίτου ἢ κριθῆς πρὸς ἐκκοκισμὸν ἢ τὰ ἐλαιόδενδρα κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς συγκομιδῆς τοῦ ἐλαιοκάρπου ἔνθ᾿ ἀν.: Μὴ δαρτίζῃς αὐτοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἐλιˬὲς. Δὲ βλέπεις, ποὺ πέφτουνε φοῦντες; Παξ. Τὸ δαρτίζουμε τὸ στάρι μὲ δύο δάρτηδες Κέρκ. (Αὐχιόν. κ.ἀ.) Ὑπάρχουν ἁλώνιˬα ποὺ δαρτίζομε τὸ ργιˬάκι (ργιˬάκι = ἀράκι, εἶδος ἀρακᾶ) Μαθράκ. Συνών. ραβδίζω. 3) Πλήττοντας διὰ τοῦ δάρτου τὸ γάλα ἐξάγω τὸ βούτυρον Ὀθων.: Δὲν τὸ δαρτίζομε τὸ γάλα ἐμεῖς οἱ ᾿Θωνιˬῶτες. Συνών. δονῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/