δαρτισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαρτισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαρτισιˬὰ ἡ, Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ δαρτίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

Δαρτιˬά, δάρτισμα τὰ ὁπ. βλ.: Κάθε δαρτισιˬὰ ἐμαζώναμε ἀπὸ δυˬὸ καὶ τρία τερτικὰ (ἐννοεῖται ἐλαιῶν· τερτικὰ = εἶδος καλάθων χρησιμευόντων ὡς μέτρον χωρητικὸτητος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/