γλυκογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκογυρίζω Ζάκ. Κρήτ. - Δ. Σολωμ., 18 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. γυρίζω.
Σημασιολογία
1) Μετβ., στρέφω κάπου τοὺς ὀφθαλμοὺς μετὰ συμπαθείας, γλυκύτητος Κρήτ. - Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἔχε σὲ μένα λύπηση καὶ γλυκογύρισέ τα (νοεῖται τὰ μάτια) Κρήτ. 2) Ἀμτβ., στρέφομαι μεθ᾿ ἡδονῆς, εὐχαριστήσεως Δ. Σολωμ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. ᾿Σ τὸν χορὸν γλυκογυρίζουν | ὡραῖα μάτιˬα ἐρωτικὰ , καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν | μαῦρα ὁλόχρυσα μαλλιˬά. β) Περιφέρομαι εὐχαρίστως Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA