δαρτόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαρτόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαρτόξυλο τό, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Πελοπν. (Μεσσην. Σουδεν.) δαρτόξ᾿λου Ἤπ. (Δωδών. Καλαμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάρτης καὶ ξύλο.
Σημασιολογία
1) Δάρτης 3, τὸ ὁπ. βλ., Πελοπν. (Μεσσην. Σουδεν.) 2) Δάρτης 4, τὸ ὁπ. βλ., Ἤπ. (Δωδών. Καλαμ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Μαθράκ.: Τὸ κακὸ εἴναι, ποὺ φεύγει κἀμμιˬὰ βολά, τὸ δαρτόξυλο, μὲ τὴ δύναμη τὴ μεγάλη κιˬ ἂ πιτύχῃ κανένα, Παναΐα κοdά, τὸν ἀφίνει ἀτσάλι ᾿ς τὸν τόπο (= τὸν ἀφίνει ἄπνουν) Ἀργυρᾶδ. Ἄἁρπάξου κάνα δαρτόξ᾿λου κί, ᾿ὰ σὶ πιριλάβου, ᾿ά σ᾿ ποῦ ἰγὼ (᾿ά = θὰ) Δωδών.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA