γλυκοδάφνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοδάφνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκοδάφνη ἡ, Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. δάφνη.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Δάφνη ἡ εὐγενὴς ἢ τοῦ Ἀπόλλωνος (Laurus Apolonis nobilis), τῆς οἰκογ. τῶν Δαφνιδῶν (Lauraceae): Βάνου τότες ᾿ς τ᾿ φωτιˬὰ τὸ τζέτζερη μὲ θερμὸ τσαὶ βράζει μὲ λογιˬοῦ-λογιˬοῦ μερωδ᾿κά, μάραθο, γλυκά᾿σο, γλυκοδάφνη, βλαχοπούπερο τσαὶ ᾿γάτσι μπαχάρι ( βλαχοπούπερο = κόκκινο πιπέρι). Συνών. βάγιˬα, βαγιˬά, βαγίτσα, δάφνη, δαφνιˬά, φυλλάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA