γλυκοδέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοδέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοδέρνω Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. δέρνω.

Σημασιολογία

Δέρνω, πλήττω κατὰ τρόπον οἱονεὶ γλυκύν, ἤπιον: ᾎσμ. Τὸ κῦμα ποὺ γλυκόδερνε τῆς πέτρας τὴ μαλλάδα, ποὺ ἔδειχνε ᾿ς τῆς θάλασσας τὴν ὄψη πρασινάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/