γλυκοδοντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοδοντίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοδοντίζω ἐνιαχ. γλυκουδουdίζου Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.) γλυκουδουdιˬάζου Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ ρ. δοντίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ δοντιˬάζω.

Σημασιολογία

Μετβ. καὶ ἀμτβ., προσφέρω πρὸς δοκιμήν, δοκιμάζω τι γλυκύ, εὐχάριστον τὴν γεῦσιν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Σ τ᾿ν ἀρχὴ ἤφιρι τρίχα τσὶ γλυκοδόd᾿σι, ἀμ᾿ ᾿ς τοὺ στιρνὸ κόdιψι τσὶ τ᾿ σιρμαγιˬὰ νὰ χάσ᾿ (τρίχα = μικρὰν ποσότητα) Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Τὰ μουρὰ ἀμόναν ᾿ς τ᾿ ὄνουμά τζ᾿ π᾿ τὰ γλυκουδόd᾿ζι αὐτόθ. Μὰ σὰ dύ᾿ κὶ φάῃ κανένανε, γλυκουδουdιˬάζ᾿ κὶ κυνηγάει νὰ βρῇ ἄθρουπου νὰ φάῃ Σάμ. Συνών. γλυκαίνω - γλυκαίνομαι, καλομαθαίνω, λειξιˬαίνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/