γλυκοδροσίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοδροσίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοδροσίζω Ἤπ. Μεγίστ. - Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ. 11.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. δροσίζω.
Σημασιολογία
1) Δροσίζω κατὰ τρόπον γλυκύ, εὐχάριστον Ἤπ. - Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Νὰ πᾷς νὰ βρῇς τὴ λεύκα τὴ λυγεροκλαδοῦσα, σιμά σου νὰ τὴν στήσῃς νὰ τὴν γλυκοδροσίσῃς Ἤπ. || Ποίημ.: Κιˬ ἀκαρτεροῦν ἀπ᾿ τὰ βουνὰ νὰ κατεβῇ τ᾿ ἀπόγε͜ιο, νὰ χαμοξανασάνουνε, νὰ γλυκοδροσιστοῦνε Σ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Δροσίζω μετὰ προσοχῆς, ἐπιμελῶς Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA