γυναικοτύμπανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικοτύμπανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικοτύμπανο τό, ἀμάρτ. γυναικοτούμπανο ἐνιαχ. ᾿νικουτούμπανο Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρκαναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ τύμπανο.

Σημασιολογία

1) Τὸ σύνολον τῶν γυναικῶν μιᾶς συντροφίας ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἡ συγκέντρωσις ἱκανοῦ ἀριθμοῦ γυναικῶν ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/