γλυκοζεσταίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοζεσταίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοζεσταίνω Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 101.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ζεσταίνω.

Σημασιολογία

Θερμαίνω κατὰ τρόπον ἤπιον, εὐχάριστον, γλυκύν: Μιˬὰ λαχτάρα γιˬὰ μιˬὰ ζωὴ πλατε͜ιά, ἀτελείωτη γλυκοζεσταίνει τὸ αἶμα ᾿ς τὶς φλέβες, φουντώνει πόθους ἄγνωστους, κοιμισμένους μέσα ᾿ς τὴν κρύα ἀγκαλιˬὰ τοῦ χειμῶνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/