γυναικούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικούδι τό, ἐνιαχ. ᾿ναικούδ᾿ Λέσβ. (Πάμφιλ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γυναῖκα.
Σημασιολογία
Ἡ μικρόσωμος γυνή ἔνθ᾿ ἀν.: Μουρὲ ᾿ναικούδ᾿, τσὶ τί ᾿ναικούδ! (εἰρωνικῶς). Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικούδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA