δασεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δασεύω Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κλειτορ. Κυνουρ.) -Κ. Χατζοπ., Ἀννιώ, 77 δαεύω Πελοπν. (Κορινθ. Φιγάλ.) δαεύου Θεσσ. (Τρίκερ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) δασεύκω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δασύς.
Σημασιολογία
Ἐνεργ. καὶ Μέσ., καθίσταμαι πυκνός, ἐπὶ φυτείας ἔνθ᾿ ἀν.: Δάσεψε τ᾿ἀραποσίτι Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μὴ τὸ σπέρνῃς ἔτσι κοντὰ τ᾿ ἀραποσίτι, τὶ θὰ δασέψῃ καὶ θὰ σερνικώσῃ (= θὰ μείνῃ ἄκαρπον) Πελοπν. (Κυνουρ.) Δάιψι οὑ κῆπους, βγάλι καμπόσα καλαμπόκιˬα καὶ πέτα τα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Δάιψαν τὰ λάχανα, ἄργιψέ τα (= ἀραίωσέ τα) αὐτόθ. Εἶνι πουλὺ δαιμένου αὐτὸ τὸ β᾿νὸ αὐτόθ. Πέρ᾿σι τό ᾿σπειρα ἀρὺ τὸ σιτάρι, ἐφέτο θὰ dὸ δαέψω λίγο Πελοπν. (Φιγάλ.) β) Ἀποκτῶ πλούσιον φύλλωμα, ἐπὶ δένδρων Κύπρ.: Τὰ δέντρα ἐδάσεψαν. γ) Ἐπὶ συγκεντρώσεως ἀτόμων, καθίσταμαι πυκνότερος Θεσσ. (Τρίκερ.): Δάιψι ἡ κουσμά᾿ς, δαὰ - δαὰ ψώ᾿ζαν. δ) Ἐπαναλαμβάνομαι συχνότερον χρονικῶς Σάμ. -Κ. Χατζοπ., Ἀννιώ, ἔνθ᾿ ἀν.: Τέτο͜ιου πα᾿κάρ᾿, κιˬ ὅμους δὲν εἶνι καθόλ᾿ καλά, τοὺ καψούρ᾿κου. Τοὺ λαχαί᾿ κάθι λίου κὶ ιγά᾿. Τώρα δὰ μάλιστα τοῦ παραλαχαί᾿. Πουλὺ τοὺ δάιψι (ἐνν. ἡ ἀρρώστια) Σάμ. Οἱ ὁμοβροντίες δὲν παύουνε, ὁλοένα καὶ δασεύουνε Κ. Χατζοπ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. πυκνώνω, ἀντίθ. ἀραιώνω Β 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA