γυναικούλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικούλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικούλης ὁ, Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) - Π. Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ., 125, Ν. Ἑστ. 25 (1939), 309-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Ἠπίτ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ᾿νικού᾿ς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γεναικούλ-λdης Ρόδ. κ.ἀ. ᾿υναικούλης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυναικούλιˬας Ἀθῆν. Πελοπν. (Γαργαλ. Πάτρ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γυναικούλης.
Σημασιολογία
1) Ὁ γυναικώδης, ὁ ἔχων τρόπους γυναικὸς Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Πάτρ.) Ρόδ. κ.ἀ.-Π. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν. Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν.-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Ἠπίτ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικάκιˬας 1. 2) Ὁ γυναικοθήρας Ἀθῆν. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρνθ.) Πελοπν. (Πάτρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)-Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ.: Πολὺ ᾿υναικούλης εἶναι· μόλις εὕρῃ καμμιˬὰ βολικά, ἀξανοίει νὰ τὴ χερονομήσῃ (ἀξανοίει= προσπαθεῖ) Ἀπύρανθ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικάκιˬας 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA