γυναικοϋπόθεση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοϋπόθεση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυναικοϋπόθεση ἡ, ἐνιαχ. γυναικοπόθεση Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ ὑπόθεση.
Σημασιολογία
Ἐρωτικαὶ περιπέτειαι, σκάνδαλα ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Ὁ Σμπράνιˬας ἤτανε λελὸς καὶ ᾿κρέμνα τενεκέδες, μὰ γιˬὰ γυναικοπόθεσες δὲν εἶχε αὐτὸς λεκέδες Κύθηρ. Συνών. γυναικοδουλειˬὰ 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA