γυναικούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυναικούρα ἡ, ἐνιαχ. γεναικούρα Κύπρ. (Καρπασ.) ᾿υναικουρὰ Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γυναικούριν, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. Σ. Μενάρδ. Ἀθηνᾶ 6 (1894), 464. Ὁ τονισμὸς τοῦ τύπ. ᾿υναικουρὰ πιθαν. κατ᾿ ἀναλογ. πρὸς τὸ ἀντίθ. κανακαρὰ καὶ ἄλλα ὀξύτονα.
Σημασιολογία
Μεγαλόσωμος γυνὴ ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. Ἀμαζόνα 2, ἀντροτσάνα, ἀντρογυναῖκα 1, γυναικαρία, γυναίκαρος 1, γυναικάτσος, γύναικος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA