γυναικοχώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοχώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυναικοχώρι τό, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κυνουρ.Μανιάκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) ᾿νικουχώρ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυναῖκα καὶ χωριό.
Σημασιολογία
Τὸ χωρίον ἀπὸ τὸ ὁποῖον κατάγεται ἡ σύζυγος ἔνθ᾿ ἀν.: Ὅσο ἦταν ἀρρεβωνιασμένος, ποῦ νὰ τόνε ξεκολλήςῃς ἀπὸ τὸ γυναικοχώρι! Πελοπν. (Κυνουρ.) Συνών. γυναικοπατρίδα, νυφοχώρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA