δασκαλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασκαλάκι τό Βιθυν. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. (Ἀβδοῦ Ἅγιος Γεώργ. Ἀνατολ. Ἀρχάν. Καβούσ. Μεραμβ. Νεάπ. Πεδιάδ. Ραμν. Σέλιν. Χαν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Μανιάκ. κ.ἀ.) - Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ.3, 130 Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 6 - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δάσκαλος διά τῆς παραγωγ. καταλ -άκι. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Θωπευτικῶς ἢ σκωπτικῶς, ὁ μικρὸς τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ ἀνάστημα διδάσκαλος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Μανιάκ. κ.ἀ.) - Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ.3, ἔνθ᾿ ἀν. Τὰ δυὸ ἀδέρφ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Οὕλα τὰ δασκαλάκιˬα τοῦ χωριˬοῦ τὸ ρίξανε ᾿ς τὸ gαφενὲ Γαργαλ. Μοῦ γίνηκε καὶ ᾿φτοῦνος ἕνα δασκαλάκι καὶ μοῦ κορδώνεται! (σκωπτικῶς) αὐτόθ. Πιˬὸ ἥσυχο, πιˬὸ ταπεινό … τὸ δασκαλάκι μας τὸ παινεμένο ποὺ τόσο ἥμερα, τόσο ἠθικά, μᾶς μετάφραζε τὸν Ὅμηρο Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾎσμ. Δάσκαλε, δασκαλάκι μου, | μὴν εἶδες τὸ πουλλάκι μου; Μανιάκ. Συνών. δασκαλάκος 1, δασκαλίκος, δασκαλόπουλο 2. 2) Τὸ τέκνον τοῦ διδασκάλου Βιθυν. - Λεξ. Βάιγ. Συνών. δασκαλόπαιδο 1. δασκαλόπουλο 1, δασκαλούδι ]. 3) Ὁ μαθητὴς Κρήτ. (Ἀβδοῦ Ἅγιος Γεώργ. Ἀνατολ. Ἀρχάν. Καβούσ. Μεραμβ. Νεάπ. Πεδιάδ. Ραμν. Σέλιν. Χαν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Ἐσκολάσαν κιˬόλας τὰ δασκαλάκιˬα Μεραμβ. ᾿Κε͜ιανὲ τὰ δασκαλάκιˬα εἶναι τσῆ Βερονίκης Ἅγιος Γεώργ. Τὸ Κατερινιˬώ μας πάει μὲ τ᾿ ἄλλα τὰ δασκαλάκιˬα ᾿ς τὸ σκολε͜ιὸ κ᾿ εἶναι καὶ bίρδας ᾿ς τὰ γράμματα (bίρbας = ἔξυπνη) αὐτόθ. Τὸ δασκαλάκι ἀποὺ bέbω ᾿ς τὸ σκολε͜ιό.. δὲ gατέχει ἀκόμη τὸ bατερημῶ (= τὸ πάτερ ἡμῶν, τὴν προσευχὴ) αὐτόθ. Κ᾿ οἱ δάσκαλοι ἐπαραιτῆσα τὰ δασκαλάκιˬα, γιˬὰ δὲ τζὶ πλέρωνε κιˬαεὶς Χαν. || Φρ. Ἔ! νὰ τὸ χαρῶ τὸ δασκαλάκι μου! (εὐχὴ) Ἀβδοῦ || ᾌσμ. Ὥς τὰ πέdε βουκολάκι | κιˬ ὥς τὰ δέκα δασκαλάκι (βουκολάκι = βοσκόπουλο) Πεδιάδ. Ρωτῶ τὰ δασκαλάκιˬα ᾿ποποῦ ᾿ν᾿ ἡ κοπελιˬά - Ἀποπαδὰ κοdά ᾿ναι, ἀπὸ τὴ γειτονιˬὰ Κρήτ. Συνών. δασκάλι, δασκαλόπαιδο 2, δασκαλούδι 2, μαθητούδι. 4) Ὁ μικρὸς βοηθὸς ψάλτου Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Συνών. κανονάρχος. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. Θήρ. (Οἴα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA