γλυκοθώρητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοθώρητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκοθώρητος ἐπίθ. Ι. Πολέμ., Ἐξωτ., 6 καὶ 58 Παλαιὸ βιολ., 142 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γλυκοθωρῶ.
Σημασιολογία
Ὁ προκαλῶν, ὁρώμενος, αἴσθημα εὐχαριστήσεως, ὁ ἔχων γλυκεῖαν τὴν ὄψιν ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιημ. Ἔβλεπα καμαρωμένες | ρήγισσες μέσ᾿ ᾿ς τὸ χορό, γλυκοθώρητες παρθένες | κιˬ ὀμορφιˬὲς ἕνα σωρὸ Ι. Πολέμ., Ἐξωτ., 6. Τούτ᾿ ἡ κόρη ἡ γλυκοθώρητη, | ποὺ ᾿ς τὴ γῆ δὲν ἔχει ταίρι, πάει μὲ γέλιˬα, πάει μ᾿ ὀνείρατα | πάει μὲ πόθους, πάει τρεχάτη Ι. Πολέμ., Ἐξωτ., 58. Ἦρθε προχθὲς ἡ ὑπομονὴ καὶ βάσταγε ἀπ᾿ τὸ χέρι μιˬὰ κόρη γλυκοθώρητη σὰν τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι Ι. Πολέμ., Παλαιὸ βιολ.3, 142. Συνών. γλυκόθωρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA