γλυκοθωριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοθωριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκοθωριˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ. γλυκοθωρκὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοθωρῶ.
Σημασιολογία
Γλυκοθώρημα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ γλυκὸθωρκά σου, μάννα μου, ραΐζει καὶ τὲς πέτρες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA