γλυκοθωρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοθωρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυχοθωρῶ Κρήτ. (Νεάπ.) Κύπρ. -Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ., 2.91 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 211 καὶ 424-Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. θωρῶ.
Σημασιολογία
Προσβλέπω μετὰ γλυκύτητος, τρυφερότητος, στοργῆς ἔνθ᾿ ἀν.: Οὕλην ὥραν ἐγλυκοθώρκα την καὶ ᾿ὲν ἐστάθη νὰ μὲ δικλήσῃ (= βιγλίσῃ, ἰδῇ) Κύπρ.: || ᾎσμ. ᾿Σ τὴν αὑλακιˬὰ ξωπίσω dου νὰ τοῦ κλουθᾷ ἡ γυναῖκα, ᾿ς τὸ ἔσω νὰ τὴ γλυκοθωρῇ, ᾿ς τὸ ἄνω νὰ τσῆ γνέφει Κρήτ. (Νεάπ.) || Ποιήμ. Ναί, εἶν᾿ ἡ μάννα τ᾿ ἄγρυπνο τοῦ πόνου νυχτοπούλλι, τὸ φάντασμα τῆς κλίνης σου, ποὺ σὲ γλυκοθωρεῖ Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν 424. Ἄν εἶες νοῦν, παρὰ τσ᾿ ᾿ὲν ἐσωρεύκεσουν ποὺ τὰ στενὰ τ᾿ ἐχαχ-χανοκοποῦσες, τ᾿ ὅπκο͜ιος σὲ γλυκοθῶρεν, ἐπλανεύκεσουν τ᾿ ᾿ὲν άγροικοῦσες Δ. Λιπέρτ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA