γυναικωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυναικωτὸς ἐπιθ. Ἀθῆν. Δαρδαν. Θήρ. Ἰων. (Σμυρν.) Κύθν. Πειρ. Πελοπν. (Βερεστ. Βλαχοκερασ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κοντογόν. Μανιάκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ξηροκ. Οἰν. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Τραπ.) Ρόδ. Σέριφ. Στερελλ. (Ἀράχ.) Σύμ. Σῦρ. – Λεξ. Ψύλλ. Περίδ. Ἠπίτ. Πρω. Δημητρ. ᾿υναικωτὸς Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. ᾿ναικωτὸς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) γυνικουτὸς Εὔβ. (Λιχὰς) ᾿νικουτὸς Θρᾴκ. (Μαρών.) Λέσβ. γεναικωτὸς Κύπρ. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) γεναικ᾿τὲς Σκῦρ. γιˬουναικωτὸς Μέγαρ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γυναικωτός, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. Χαλκοκονδ. 466 (ἔκδ. Βόννης).

Σημασιολογία

1) Ὁ γυναικώδης, ὁ ἔχων τρόπους γυναικὸς Ἀθῆν. Δαρδαν. Εὔβ. (Λιχὰς) Θρᾴκ. (Μαρών. Σηλυβρ.) Ἰων. (Σμυρν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κύνθ. Κύπρ. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Μέγαρ Πειρ. Πελοπν. (Βερεστ. Βλαχοκερασ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κοντογόν. Μανιάκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ξηροκ. Οἰν. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Τραπ.) Ρόδ. Σέριφ. Σύμ. Σῦρ. – Λεξ. Ψύλλ. Περίδ. Ἠπίτ. Πρω. Δημητρ.: Μὴν κάνῃς παρέα μ᾿ αὐτὸν τὸ γυναικωτὸ Ἀθῆν. Ἀπὸ ἄντρα γυναικωτὸ περιμένεις λόγο; Πειρ. Τοῦτες ὁ γεναικ᾿τὲς θέλει νὰ παίξῃ μὲ τὰ κορίτσα Σκῦρ. Μ᾿κρὸς ὅμο͜ιαζι σιρνικουθή᾿κους, γυνικουτὸς Εὔβ. (Λιχὰς) Ἔμ-μου ᾿ρέσει νά ᾿σαι σὰ γεναικωτὸς Κῶς (Καρδάμ.) 2) Ὁ ἀσχολούμενος μὲ γυναικείας ἐργασίας Πελοπν. (Ξηροκ.): Ἤτανε τυχερή, ὁ ἄντρας της εἶναι γυναικωτὸς καὶ τὴ βοηθάει πολύ. 3) Ὁ καλόβολος, ὁ συγκαταβατικός, ὁ ὑποχωρῶν εἰς τὰς ἰδιοτροπίας τῆς συζύγου Θρᾴκ. (Μαρών.): Τοὺν ηὗρι τοὺν ἄντρα τ᾿ς ᾿νικουτὸν κὶ χουρεύ᾿ τ᾿ ἄλουγο τ᾿ς. 4) Ὁ γυναικεῖος Θήρ. Κύνθ. Σέριφ.: Γυναικωτὰ φορέματα Θήρ. Γυναικωτὸ τσουράπι Σέριφ. Δουλε͜ιὲς ἀdρίστικες τσαὶ γυναικωτὲς Κύνθ. Ἡ Μαρία ἔχει καὶ γυναικωτὴ καὶ ἀdρίκε͜ια φωνὴ Σέριφ. Συνών. γυναικεῖος 1, γυναικήσιˬος, γυναικήσιμος, γυναίκικος, γυναικίστικος. Ἀντίθ. ἀρουρκὸς ἀγουράτικος, ἀγωρήσιˬος, ἀγωρίστικος, ἀνθρωπήσιμος, ἀνθρωπήσιˬος, ἀνθρωπινὸς 4, ἀντρήσιˬος, ἀντρίκε͜ιος 1, ἀντρικὸς 1. 5) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προοριζόμενον μέρος τοῦ ναοῦ Πελοπν. (Μανιάκ.): Ἡ ἅγιˬα Τράπεζα, τὸ ἱερό, τὸ ἀντρίκε͜ιο καὶ τὸ γυναικωτό. Συνών. εἰς λ. γυναικωνίτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/