γύρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γύρα ἡ, κοιν. γιˬούρα Πελοπν. (Καρδαμ.) ᾿ύρα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γύρα.

Σημασιολογία

1) Περιδιάβασις, περίπατος κοιν.: Κάνω-βγαίνωφέρνω μιˬὰ γύρα κοιν. Ἔπιˬασεν dὲς γῦρες Ρόδ. Θὰ κάμω μιˬὰ γύρα Κεφαλλ. Ἔκαμε πολλὲς γῦρες ᾿ς τὸ χωριˬὸ Κρήτ. (Ραμν.) Ἕνας ψαρᾶς εἶχε βγῆ ᾿ς τὴ γύρα καὶ πούλαγε ψάριˬα Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Βγῆκε ᾿ς ᾿τὴ γύρα ὁ καλόγερος τ᾿ ἅι-Γιαννιˬοῦ, γιˬὰ νὰ μαζώξῃ σταφίδα (περιῆλθεν ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν) Πελοπν. (Κορών.) ᾿Σ τὴγ-γύραν ἤβγασι (δι᾿ ἐπίσκεψιν) Κάρπ. Μᾶς ἐβῆκε ᾿ς τὴ γύρα (περιφέρεται) Ἑρεικ. Οὕλου τζ᾿ γύρις ᾿τάζ᾿ ς· τοὺ βιβλίου σ᾿ πουτὲ δὲ d᾿ ἀνοίεις Σάμ. Ἔρθε ὁ πατέρας μου ᾿πὸ τὴ γύρα Ἤπ. (Βαβούρ.) || Φρ. Ἦρθα γῦρις νὰ πάου, ἀλλὰ δὲν πῆγα (ἐσκόπευον νά…) Πήραμε, σὰ νὰ ποῦμε, πάλε τὴν πίσω γύρα (συνών. μὲ τὴν φρ. πήραμε τὴν κάτω βόλτα) Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 21. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος πῆγε τῆς γύρας γύρ᾿σε (ὁ πορευόμενος διὰ τῆς μακροτέρας ἀλλὰ ἀσφαλεστέρας ὁδοῦ ἐπανέρχεται σῷος) Ἤπ. Ὅπο͜ιος πάει τὴ γύρα, γύρ᾿σε, ὅπο͜ιος πάει τὴ μέσ᾿, ἀπομ᾿νε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) || ᾌσμ. Ὁ Παναγιˬώτης ἔφυγε, βγῆκε νὰ φέρῃ γύρα, νὰ κάμῃ γύρα ᾿ς τὰ χωριˬά, γύρα ᾿ς τὸ βιλαέτι Ἤπ. Πῆτε τοῦ Γιˬάννη τοῦ Χατζῆ, μὴ παίξῃ πλιˬὰ τὴ λύρα, καὶ τοῦ Κωστῆ, τὴν ἀποκρὰ νὰ μὴν έβγοῦ᾿ς τὴγ γύρα Κάρπ. Συνών. ἀναγυρίδα 1δ, ἀπογυρίδα 2, βόλτα 2, γῦρος 8. β) Περιφορά, ἐπὶ λιτανείας, κηδείας κ.τ.τ Ἤπ. (Κατσανοχ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.): Ἡ γύρα τῆς Παναγίας Κύθηρ. Τὴ ᾿ύρα τζ᾿ Ἀνάστασης ἐκάμαμε καὶ ᾿ιˬ᾿ αὐτὸ ᾿ργήσαμε Ἀπύρανθ. Ἀλλότες ὁλωνῶ dῶν ἀπεθαμένω dῶν ἐκάνασι ᾿ύρα· τώρα τσὶ πᾶνε σύρμα (= κατ᾿ εὐθεῖαν) αὐτόθ. 2) Ἐπαιτεία Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὁοϋρὶς τοῦ χρόνου περνοῦνε κ᾿ ἐτοῦτ᾿ ἀπὸ ξυόκαδα μὲ τὴ ᾿ύρα (διὰ τῆς ἐπαιτείας). Καρύδιˬα ᾿θελεν ᾿Αdώνης γιˬὰ τὸ Λάζαρο καὶ δὲν εἴχαμε g᾿ ἦβγε ᾿ς τὴ ᾿ύρα (εἰς ζήτησιν). Συνών. διˬακονιˬά, ζητιˬανιˬά, ζητουλιˬά. 3) Κυκλικὴ στροφὴ, κυρίως ἐπὶ χοροῦ Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κατσανοχ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.) Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.): Θὰ κάμῳ μιὰ γύρα ᾿ς τὸ χορὸ Κεφαλλ. Πρώτη ἡ νύφη φέρνει τσὶ τρεῖς γῦρες (εἰς τὸν χορὸν) Λευκ. Ἤφιρα κ᾿ ἰγὼ κάμπουσις γῦρις ᾿ς τοὺ χουρὸ Κουκούλ. Ἐλᾶτε, παιδιˬά, νὰ κάμωμε κ᾿ ἐμεῖς μιˬὰ γύρα (νὰ χορεύσωμεν μίαν στροφὴν) Παξ. ᾿Σ τὴ γύρα τοῦ χοροῦ γραπώνει ὁ Γιˬώρης τὸ πασούμι τῆς νεράιδας Δάρα Ἀρκαδ. Φέρε τ᾿ ἄλογο μιˬὰ γύρα ᾿ς τ᾿ ἁλώνι Κατσανοχ. Ἡ ζώνη τοῦ σαλβαριˬοῦ πρέπει νά ᾿ναι μακρέ, νὰ πκιάνῃ κάbοσε γῦρες τὸν ἄθρωπο Ραμν. β) Ο χορὸς τοῦ Ἡσαΐα, ὁ γαμήλιος χορὸς Κάρπ. Κάσ.: ᾿Σ τὴγ γύρα σύρουσικ καλὰ τὸ ᾿εξιˬότ τους πόι, γιˬὰ νά ᾿ναι ὁ ᾿άμος τως γουρλίικος Κασ. || ᾎσμ. Ἀποὺ ᾿πιˬασε τὰ στέφανα καὶ γύρισε τὴγ γύρα, νὰ τὸν ἀξιˬώσῃ ὁ Θεὸς νὰ πιˬάσῃ καὶ τὰ μῦρα (εὐχὴ πρὸς κουμπάρον νὰ γίνῃ καὶ ἀνάδοχος). Κάρπ. γ) Παιδιὰ παιζομένη δι᾿ ἀστραγάλων, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖδες, διαγράφοντες κύκλον ἑπὶ τοῦ ἐδάφους, ὠθοῦν τούς ἀστραγάλους πρὸς τὸ κέντρον αὐτοῦ Ρόδ. Συνών. ἀσίκι 1β, ἀστραγάλι 2, ἀστράγαλος 1β, βασιλιˬὰς 2 (εἰς λ. βασιλεˬὰς), βέζιρας 2, βεζίρης 4, κότσιˬα. δ) Ἑτέρα παιδιὰ παιζομένη ὑπὸ ὁμίλου παίδων, οἱ ὁποῖοι στρέφουσι κυκλικῶς εἰς τὸν αὐτὸν τόπον. Κατ᾿ αὐτὴν νικητὴς θεωρεῖται ὁ μὴ παθὼν ἴλιγγον Ἤπ. (Δωδών.) 4) Ὑψηλὸς τοῖχος περιβάλλων τὴν αὐλήν, αὐλόγυρος Πελοπν. (Ἑρμιόν.): Μιˬὰ γάττα ἔχει ἀνεβῆ ᾿ς τὴ γύρα. Τὴ νύχτα μπήκανε κλέφτες ᾿ς τὸ σπίτι, πήγανε ἀπὸ τὴ γύρα καὶ μᾶς κλέψανε τὶς κόττες Συνών. αὐλὴ 3, αὐλογύριση 1, αὐλόγυρος 1, αὐλόμαντρα, αὐλότοιχος, λιθιˬά, μάντρα, μαντρότοιχος, πύργος. β) Τὸ σανίδων προστατευτικὸν περίφραγμα τῆς ἄνω μυλόπετρας τοῦ ἀλευρομύλου Ἄνδρ. Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Καθάρισε τὴ γύρα Ἄνδρ. Συνών. γυρόξυλο, γῦρος 3, γυρωσιˬά, φάκλα. γ) Ὁ ἐξ ἀλεύρου σχηματιζόμενος κατὰ τὴν ἄλεσιν κύκλος τῆς μυλόπετρας Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) δ) Ἡ περίμετρος ἁλωνίου Κεφαλλ.: Συμφώνησαν νὰ τρέξουν ᾿ς τὴ μισὴ γύρα τοῦ ἁλωνιˬοῦ. Συνών. γυράλωνο. 5) Ἡ σειρὰ ἐν τῇ χρονικῇ ἀκολουθίᾳ Κύπρ.: ᾎσμ. Κιτρόμηλον σκαθ-θαρωτόν, τὸ κόβκουν μοῖρα, μοῖρα, ἄς τραουδήσωμεν τ᾿ ἐμεῖς, σὰν εἶναι μὲ τήγ γύρα (σκαθ-θαρωτὸν= φέρον ἐξογκώματα). 6) Ἐπιστροφή, ἐπάνοδος Ἰκαρ.: ᾿Σ τὴν γύραν (κατὰ τὴν ἐπιστροφήν). Συνών. γυρισμός 1. 7) Ἐπιρρηματ. α) Πέριξ, πολλάκις κατ᾿ ἀναδίπλωσιν, πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημασίας σύνηθ.: Ἔζωσαν γύρα-γύρα τὸ σπίτι Ἤπ. (Κόνιτσ.) Βάναμαν δίπλα πιτροῦλις γύρα-γύρα Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ἐκεῖ ἀλέθ᾿ ὁ μύλος γύρα-γύρα Ἤπ. (Πάργ.) Ἔχει ᾿κεῖ γύρα χουράφιˬα Μακεδ. (Καστορ.) Ἅμα κράζ᾿ οὑ κόρακας κ᾿ ἔρχιτι γύρα ᾿ς τοὺ χουριό, κάπο͜ιους θὰ πιθά᾿ Στερελλ. (Βαρετάδ.) || Φέρνω γύρα (περιστρέφω) ἐνιαχ. Φέρνει γύρα τὸ νέμα (περιφέρει τὸ νῆμα κατὰ τὸ δίασμα περιστρέφων αὐτὸ ἐπὶ πασσάλων, ἐμπεπηγμένων πρὸς τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους) Πελοπν. (Κλειτορ.) Πᾶρ᾿ ν᾿ ξύστρα κὶ φέρι γύρα ᾿ν ἄκρ᾿ τ᾿ τεψιˬοῦ νὰ βγάλουμι τού ψουμὶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Φέρνω, βγαίνω, ἔρχομαι γύρα (περιφέρομαι, περιπατῶ) πολλαχ. Τοὺ καλουκαίρ᾿ βγαί᾿ γύρα οὑ Δισπότ᾿ς (ἐξέρχεται εἰς περιοδείαν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὅταν καλουσ᾿νέψ᾿ οὑ κιρός, θὰ βγοῦμι γύρα γιὰ μπουλιˬαριˬὰ (= διακονιὰ) Ἔφιρα γύρα τοὺ χουριˬὸ καὶ τ᾿ βρῆκα τ᾿ ἀλοϊκὸ (= ἄλογο) Θεσσ. (Μεσοχώρ.) Ἔρχομαι γύρα (περιστρέφομαι) Τί πουνουκέφαλου πὄχου! Πῶς μὄρχιτι ἔτσι οὑ τόπους γύρα! Ἤπ. Μὲ φέρνει γύρα ἡ γρίππη (μὲ περιτριγυρίζει, μὲ ἐπαπειλεῖ) σύνηθ. Μὴ τοὺ φέρ᾿ς γύρα (μὴν καθυστερῇς ἀνατεθεῖσαν εἰς σὲ ἐργασίαν) Ἤπ. Θὰ τοὺς φέρουμι γύρα (θὰ τοὺς πείσωμεν) Ἤπ. (Πρέβ.) Ἦρθα γύρα νὰ τοὺ π᾿λήσου τοὺ σπίτ᾿ (ἐσκέφθην πρὸς στιγμὴν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοὺ ἤφιρι τοὺ κιφά᾿ γύρα (τὸν ἐστενοχώρησε) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τί μί φέρ᾿ς γύρα νὰ πάρ᾿ς τοὺ ρουλόι; Δὲ σ᾿ τοὺ δίνου (τί προσπαθεῖς…) Ἤπ. Ἕφερα γύρα σὰν τὸ βουρλὸ τὸ πρόβατο (βουρλὸ= τρελλόν· ἐστενοχωρήθην ὑπερβολικῶς) Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Παροιμ. Μιˬὰ μάννα δέκα παιδιˬὰ τὰ φέρνει γύρα, δέκα παιδιˬὰ τὴ μάννα δὲν τὴ φέρνουν (φέρνω γύρα= περιποιοῦμαι· ἐπὶ τῆς ἀστοργίας τῶν παιδιῶν πρὸς τοὺς γονεῖς) Ἤπ. (Παργ.) β) Περίπου, πάνω-κάτω, μετ᾿ ἀριθμητικοῦ συνήθως Ἥπ. (Ἄγνατν. Μαργαρίτ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καρπερ. Τρικοκκ. Τριφύλλ. κ.ἀ.): Τοὺ χουργιˬὸ μ᾿ εἶνι μακρυγιˬὰ ἀπ᾿ τ᾿ν πό᾿ γύρα ᾿ς τσὶ πέντε ὧρις μὶ τὰ πουδάριˬα Πράμαντ. Ἔνα κουβε᾿ ξυλέινου ἀπ᾿ εἴχαμι κανιˬὰ βουλὰ ἦταν γύρα ᾿ς τ᾿ δώδικα οὐκάδις (κουβέ᾿= κουβέλι= μέτρον χωρητικότητος στερεῶν, συνήθως δημητριακῶν, κανιˬὰ βουλὰ= κάποτε) Δασοχώρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γύρα Ζάκ. Πελοπν. (Μανιάκ. Τεγ. κ.ἀ.) ᾿Σ Γῦρες Χίος (Φυτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/